άπταιστος

Greek

Adjective

άπταιστος • (áptaistosm (feminine άπταιστη, neuter άπταιστο)

  1. fluent, perfect
    Ο άνδρας μιλούσε άπταιστα ελληνικά.
    O ándras miloúse áptaista elliniká.
    The man spoke fluent Greek.

Declension

Declension of άπταιστος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative άπταιστος (áptaistos) άπταιστη (áptaisti) άπταιστο (áptaisto) άπταιστοι (áptaistoi) άπταιστες (áptaistes) άπταιστα (áptaista)
genitive άπταιστου (áptaistou) άπταιστης (áptaistis) άπταιστου (áptaistou) άπταιστων (áptaiston) άπταιστων (áptaiston) άπταιστων (áptaiston)
accusative άπταιστο (áptaisto) άπταιστη (áptaisti) άπταιστο (áptaisto) άπταιστους (áptaistous) άπταιστες (áptaistes) άπταιστα (áptaista)
vocative άπταιστε (áptaiste) άπταιστη (áptaisti) άπταιστο (áptaisto) άπταιστοι (áptaistoi) άπταιστες (áptaistes) άπταιστα (áptaista)

Further reading