αβάφτιστος

Greek

Adjective

αβάφτιστος • (aváftistosm (feminine αβάφτιστη, neuter αβάφτιστο)

  1. alternative form of αβάπτιστος (aváptistos)

Declension

Declension of αβάφτιστος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αβάφτιστος (aváftistos) αβάφτιστη (aváftisti) αβάφτιστο (aváftisto) αβάφτιστοι (aváftistoi) αβάφτιστες (aváftistes) αβάφτιστα (aváftista)
genitive αβάφτιστου (aváftistou) αβάφτιστης (aváftistis) αβάφτιστου (aváftistou) αβάφτιστων (aváftiston) αβάφτιστων (aváftiston) αβάφτιστων (aváftiston)
accusative αβάφτιστο (aváftisto) αβάφτιστη (aváftisti) αβάφτιστο (aváftisto) αβάφτιστους (aváftistous) αβάφτιστες (aváftistes) αβάφτιστα (aváftista)
vocative αβάφτιστε (aváftiste) αβάφτιστη (aváftisti) αβάφτιστο (aváftisto) αβάφτιστοι (aváftistoi) αβάφτιστες (aváftistes) αβάφτιστα (aváftista)