αγαθοποιός

Greek

Adjective

αγαθοποιός • (agathopoiósm (feminine αγαθοποιός, neuter αγαθοποιό)

  1. beneficent, charitable

Declension

Declension of αγαθοποιός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αγαθοποιός (agathopoiós) αγαθοποιός (agathopoiós) αγαθοποιό (agathopoió) αγαθοποιοί (agathopoioí) αγαθοποιοί (agathopoioí) αγαθοποιά (agathopoiá)
genitive αγαθοποιού (agathopoioú) αγαθοποιού (agathopoioú) αγαθοποιού (agathopoioú) αγαθοποιών (agathopoión) αγαθοποιών (agathopoión) αγαθοποιών (agathopoión)
accusative αγαθοποιό (agathopoió) αγαθοποιό (agathopoió) αγαθοποιό (agathopoió) αγαθοποιούς (agathopoioús) αγαθοποιούς (agathopoioús) αγαθοποιά (agathopoiá)
vocative αγαθοποιέ (agathopoié) αγαθοποιέ (agathopoié) αγαθοποιό (agathopoió) αγαθοποιοί (agathopoioí) αγαθοποιοί (agathopoioí) αγαθοποιά (agathopoiá)

Synonyms