αγγλοσαξωνικός

Greek

Adjective

αγγλοσαξωνικός • (anglosaxonikósm (feminine αγγλοσαξωνική, neuter αγγλοσαξωνικό)

  1. alternative form of αγγλοσαξονικός (anglosaxonikós)

Declension

Declension of αγγλοσαξωνικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αγγλοσαξωνικός (anglosaxonikós) αγγλοσαξωνική (anglosaxonikí) αγγλοσαξωνικό (anglosaxonikó) αγγλοσαξωνικοί (anglosaxonikoí) αγγλοσαξωνικές (anglosaxonikés) αγγλοσαξωνικά (anglosaxoniká)
genitive αγγλοσαξωνικού (anglosaxonikoú) αγγλοσαξωνικής (anglosaxonikís) αγγλοσαξωνικού (anglosaxonikoú) αγγλοσαξωνικών (anglosaxonikón) αγγλοσαξωνικών (anglosaxonikón) αγγλοσαξωνικών (anglosaxonikón)
accusative αγγλοσαξωνικό (anglosaxonikó) αγγλοσαξωνική (anglosaxonikí) αγγλοσαξωνικό (anglosaxonikó) αγγλοσαξωνικούς (anglosaxonikoús) αγγλοσαξωνικές (anglosaxonikés) αγγλοσαξωνικά (anglosaxoniká)
vocative αγγλοσαξωνικέ (anglosaxoniké) αγγλοσαξωνική (anglosaxonikí) αγγλοσαξωνικό (anglosaxonikó) αγγλοσαξωνικοί (anglosaxonikoí) αγγλοσαξωνικές (anglosaxonikés) αγγλοσαξωνικά (anglosaxoniká)