αγνωστοποίητος

Greek

Adjective

αγνωστοποίητος • (agnostopoíitosm (feminine αγνωστοποίητη, neuter αγνωστοποίητο)

  1. undisclosed

Declension

Declension of αγνωστοποίητος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αγνωστοποίητος (agnostopoíitos) αγνωστοποίητη (agnostopoíiti) αγνωστοποίητο (agnostopoíito) αγνωστοποίητοι (agnostopoíitoi) αγνωστοποίητες (agnostopoíites) αγνωστοποίητα (agnostopoíita)
genitive αγνωστοποίητου (agnostopoíitou) αγνωστοποίητης (agnostopoíitis) αγνωστοποίητου (agnostopoíitou) αγνωστοποίητων (agnostopoíiton) αγνωστοποίητων (agnostopoíiton) αγνωστοποίητων (agnostopoíiton)
accusative αγνωστοποίητο (agnostopoíito) αγνωστοποίητη (agnostopoíiti) αγνωστοποίητο (agnostopoíito) αγνωστοποίητους (agnostopoíitous) αγνωστοποίητες (agnostopoíites) αγνωστοποίητα (agnostopoíita)
vocative αγνωστοποίητε (agnostopoíite) αγνωστοποίητη (agnostopoíiti) αγνωστοποίητο (agnostopoíito) αγνωστοποίητοι (agnostopoíitoi) αγνωστοποίητες (agnostopoíites) αγνωστοποίητα (agnostopoíita)