αγοράσω
Greek
Verb
αγοράσω
• (
agoráso
)
first-person singular dependent of
αγοράζω
(
agorázo
)
θα
αγοράσω
(
I will buy
)
Τι να
αγοράσω
;
(
What to buy?
)
ψάχνω να
αγοράσω
(
I am looking to buy
)