αγριοβότανο
Greek
Etymology
αγριο- (agrio-, “wild”) + βότανο (vótano, “flower, plant”)
Noun
αγριοβότανο • (agriovótano) n (plural αγριοβότανα)
Declension
| singular | plural | |
|---|---|---|
| nominative | αγριοβότανο (agriovótano) | αγριοβότανα (agriovótana) |
| genitive | αγριοβοτάνου (agriovotánou) αγριοβότανου (agriovótanou) |
αγριοβοτάνων (agriovotánon) |
| accusative | αγριοβότανο (agriovótano) | αγριοβότανα (agriovótana) |
| vocative | αγριοβότανο (agriovótano) | αγριοβότανα (agriovótana) |
Synonyms
- (weed): βότανο n (vótano)
Further reading
- Βότανο on the Greek Wikipedia.Wikipedia el