αγροβιολογία
Greek
Etymology
αγρο- (agro-) + βιολογία (viología).
Noun
αγροβιολογία • (agroviología) f (plural αγροβιολογίες)
Declension
| singular | plural | |
|---|---|---|
| nominative | αγροβιολογία (agroviología) | αγροβιολογίες (agroviologíes) |
| genitive | αγροβιολογίας (agroviologías) | αγροβιολογιών (agroviologión) |
| accusative | αγροβιολογία (agroviología) | αγροβιολογίες (agroviologíes) |
| vocative | αγροβιολογία (agroviología) | αγροβιολογίες (agroviologíes) |