αγροβιολογία

Greek

Etymology

αγρο- (agro-) +‎ βιολογία (viología).

Noun

αγροβιολογία • (agroviologíaf (plural αγροβιολογίες)

  1. agrobiology

Declension

Declension of αγροβιολογία
singular plural
nominative αγροβιολογία (agroviología) αγροβιολογίες (agroviologíes)
genitive αγροβιολογίας (agroviologías) αγροβιολογιών (agroviologión)
accusative αγροβιολογία (agroviología) αγροβιολογίες (agroviologíes)
vocative αγροβιολογία (agroviología) αγροβιολογίες (agroviologíes)