αδιαμφισβήτητος
Greek
Adjective
αδιαμφισβήτητος • (adiamfisvítitos) m (feminine αδιαμφισβήτητη, neuter αδιαμφισβήτητο)
Declension
| singular | plural | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
| nominative | αδιαμφισβήτητος (adiamfisvítitos) | αδιαμφισβήτητη (adiamfisvítiti) | αδιαμφισβήτητο (adiamfisvítito) | αδιαμφισβήτητοι (adiamfisvítitoi) | αδιαμφισβήτητες (adiamfisvítites) | αδιαμφισβήτητα (adiamfisvítita) | |
| genitive | αδιαμφισβήτητου (adiamfisvítitou) | αδιαμφισβήτητης (adiamfisvítitis) | αδιαμφισβήτητου (adiamfisvítitou) | αδιαμφισβήτητων (adiamfisvítiton) | αδιαμφισβήτητων (adiamfisvítiton) | αδιαμφισβήτητων (adiamfisvítiton) | |
| accusative | αδιαμφισβήτητο (adiamfisvítito) | αδιαμφισβήτητη (adiamfisvítiti) | αδιαμφισβήτητο (adiamfisvítito) | αδιαμφισβήτητους (adiamfisvítitous) | αδιαμφισβήτητες (adiamfisvítites) | αδιαμφισβήτητα (adiamfisvítita) | |
| vocative | αδιαμφισβήτητε (adiamfisvítite) | αδιαμφισβήτητη (adiamfisvítiti) | αδιαμφισβήτητο (adiamfisvítito) | αδιαμφισβήτητοι (adiamfisvítitoi) | αδιαμφισβήτητες (adiamfisvítites) | αδιαμφισβήτητα (adiamfisvítita) | |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αδιαμφισβήτητος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αδιαμφισβήτητος, etc.)
Related terms
- αδιαμφισβήτητα (adiamfisvítita, “beyond doubt”)