αδιαμφισβήτητος

Greek

Adjective

αδιαμφισβήτητος • (adiamfisvítitosm (feminine αδιαμφισβήτητη, neuter αδιαμφισβήτητο)

  1. unquestionable, indisputable

Declension

Declension of αδιαμφισβήτητος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αδιαμφισβήτητος (adiamfisvítitos) αδιαμφισβήτητη (adiamfisvítiti) αδιαμφισβήτητο (adiamfisvítito) αδιαμφισβήτητοι (adiamfisvítitoi) αδιαμφισβήτητες (adiamfisvítites) αδιαμφισβήτητα (adiamfisvítita)
genitive αδιαμφισβήτητου (adiamfisvítitou) αδιαμφισβήτητης (adiamfisvítitis) αδιαμφισβήτητου (adiamfisvítitou) αδιαμφισβήτητων (adiamfisvítiton) αδιαμφισβήτητων (adiamfisvítiton) αδιαμφισβήτητων (adiamfisvítiton)
accusative αδιαμφισβήτητο (adiamfisvítito) αδιαμφισβήτητη (adiamfisvítiti) αδιαμφισβήτητο (adiamfisvítito) αδιαμφισβήτητους (adiamfisvítitous) αδιαμφισβήτητες (adiamfisvítites) αδιαμφισβήτητα (adiamfisvítita)
vocative αδιαμφισβήτητε (adiamfisvítite) αδιαμφισβήτητη (adiamfisvítiti) αδιαμφισβήτητο (adiamfisvítito) αδιαμφισβήτητοι (adiamfisvítitoi) αδιαμφισβήτητες (adiamfisvítites) αδιαμφισβήτητα (adiamfisvítita)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αδιαμφισβήτητος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αδιαμφισβήτητος, etc.)