αδιαπέραστος

Greek

Adjective

αδιαπέραστος • (adiapérastosm (feminine αδιαπέραστη, neuter αδιαπέραστο)

  1. impermeable, impenetrable

Declension

Declension of αδιαπέραστος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αδιαπέραστος (adiapérastos) αδιαπέραστη (adiapérasti) αδιαπέραστο (adiapérasto) αδιαπέραστοι (adiapérastoi) αδιαπέραστες (adiapérastes) αδιαπέραστα (adiapérasta)
genitive αδιαπέραστου (adiapérastou) αδιαπέραστης (adiapérastis) αδιαπέραστου (adiapérastou) αδιαπέραστων (adiapéraston) αδιαπέραστων (adiapéraston) αδιαπέραστων (adiapéraston)
accusative αδιαπέραστο (adiapérasto) αδιαπέραστη (adiapérasti) αδιαπέραστο (adiapérasto) αδιαπέραστους (adiapérastous) αδιαπέραστες (adiapérastes) αδιαπέραστα (adiapérasta)
vocative αδιαπέραστε (adiapéraste) αδιαπέραστη (adiapérasti) αδιαπέραστο (adiapérasto) αδιαπέραστοι (adiapérastoi) αδιαπέραστες (adiapérastes) αδιαπέραστα (adiapérasta)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αδιαπέραστος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αδιαπέραστος, etc.)

See also