αιγιοπελαγίτικος

Greek

Adjective

αιγιοπελαγίτικος • (aigiopelagítikosm (feminine αιγιοπελαγίτικη, neuter αιγιοπελαγίτικο)

  1. alternative form of αιγαιοπελαγίτικος (aigaiopelagítikos)

Declension

Declension of αιγιοπελαγίτικος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αιγιοπελαγίτικος (aigiopelagítikos) αιγιοπελαγίτικη (aigiopelagítiki) αιγιοπελαγίτικο (aigiopelagítiko) αιγιοπελαγίτικοι (aigiopelagítikoi) αιγιοπελαγίτικες (aigiopelagítikes) αιγιοπελαγίτικα (aigiopelagítika)
genitive αιγιοπελαγίτικου (aigiopelagítikou) αιγιοπελαγίτικης (aigiopelagítikis) αιγιοπελαγίτικου (aigiopelagítikou) αιγιοπελαγίτικων (aigiopelagítikon) αιγιοπελαγίτικων (aigiopelagítikon) αιγιοπελαγίτικων (aigiopelagítikon)
accusative αιγιοπελαγίτικο (aigiopelagítiko) αιγιοπελαγίτικη (aigiopelagítiki) αιγιοπελαγίτικο (aigiopelagítiko) αιγιοπελαγίτικους (aigiopelagítikous) αιγιοπελαγίτικες (aigiopelagítikes) αιγιοπελαγίτικα (aigiopelagítika)
vocative αιγιοπελαγίτικε (aigiopelagítike) αιγιοπελαγίτικη (aigiopelagítiki) αιγιοπελαγίτικο (aigiopelagítiko) αιγιοπελαγίτικοι (aigiopelagítikoi) αιγιοπελαγίτικες (aigiopelagítikes) αιγιοπελαγίτικα (aigiopelagítika)