αιματολογικός

Greek

Adjective

αιματολογικός • (aimatologikósm (feminine αιματολογική, neuter αιματολογικό)

  1. blood

Declension

Declension of αιματολογικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αιματολογικός (aimatologikós) αιματολογική (aimatologikí) αιματολογικό (aimatologikó) αιματολογικοί (aimatologikoí) αιματολογικές (aimatologikés) αιματολογικά (aimatologiká)
genitive αιματολογικού (aimatologikoú) αιματολογικής (aimatologikís) αιματολογικού (aimatologikoú) αιματολογικών (aimatologikón) αιματολογικών (aimatologikón) αιματολογικών (aimatologikón)
accusative αιματολογικό (aimatologikó) αιματολογική (aimatologikí) αιματολογικό (aimatologikó) αιματολογικούς (aimatologikoús) αιματολογικές (aimatologikés) αιματολογικά (aimatologiká)
vocative αιματολογικέ (aimatologiké) αιματολογική (aimatologikí) αιματολογικό (aimatologikó) αιματολογικοί (aimatologikoí) αιματολογικές (aimatologikés) αιματολογικά (aimatologiká)
  • and see: αίμα n (aíma, blood)