αιμοστατικός

Greek

Adjective

αιμοστατικός • (aimostatikósm (feminine αιμοστατική, neuter αιμοστατικό)

  1. (anatomy) haemostatic

Declension

Declension of αιμοστατικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αιμοστατικός (aimostatikós) αιμοστατική (aimostatikí) αιμοστατικό (aimostatikó) αιμοστατικοί (aimostatikoí) αιμοστατικές (aimostatikés) αιμοστατικά (aimostatiká)
genitive αιμοστατικού (aimostatikoú) αιμοστατικής (aimostatikís) αιμοστατικού (aimostatikoú) αιμοστατικών (aimostatikón) αιμοστατικών (aimostatikón) αιμοστατικών (aimostatikón)
accusative αιμοστατικό (aimostatikó) αιμοστατική (aimostatikí) αιμοστατικό (aimostatikó) αιμοστατικούς (aimostatikoús) αιμοστατικές (aimostatikés) αιμοστατικά (aimostatiká)
vocative αιμοστατικέ (aimostatiké) αιμοστατική (aimostatikí) αιμοστατικό (aimostatikó) αιμοστατικοί (aimostatikoí) αιμοστατικές (aimostatikés) αιμοστατικά (aimostatiká)