αισχύλειος

Greek

Alternative forms

Adjective

αισχύλειος • (aischýleiosm (feminine αισχύλεια, neuter αισχύλειο)

  1. Aeschylean

Declension

Declension of αισχύλειος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αισχύλειος (aischýleios) αισχύλεια (aischýleia) αισχύλειο (aischýleio) αισχύλειοι (aischýleioi) αισχύλειες (aischýleies) αισχύλεια (aischýleia)
genitive αισχύλειου (aischýleiou) αισχύλειας (aischýleias) αισχύλειου (aischýleiou) αισχύλειων (aischýleion) αισχύλειων (aischýleion) αισχύλειων (aischýleion)
accusative αισχύλειο (aischýleio) αισχύλεια (aischýleia) αισχύλειο (aischýleio) αισχύλειους (aischýleious) αισχύλειες (aischýleies) αισχύλεια (aischýleia)
vocative αισχύλειε (aischýleie) αισχύλεια (aischýleia) αισχύλειο (aischýleio) αισχύλειοι (aischýleioi) αισχύλειες (aischýleies) αισχύλεια (aischýleia)