αιτιοκρατικός

Greek

Adjective

αιτιοκρατικός • (aitiokratikósm (feminine αιτιοκρατική, neuter αιτιοκρατικό)

  1. deterministic

Declension

Declension of αιτιοκρατικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αιτιοκρατικός (aitiokratikós) αιτιοκρατική (aitiokratikí) αιτιοκρατικό (aitiokratikó) αιτιοκρατικοί (aitiokratikoí) αιτιοκρατικές (aitiokratikés) αιτιοκρατικά (aitiokratiká)
genitive αιτιοκρατικού (aitiokratikoú) αιτιοκρατικής (aitiokratikís) αιτιοκρατικού (aitiokratikoú) αιτιοκρατικών (aitiokratikón) αιτιοκρατικών (aitiokratikón) αιτιοκρατικών (aitiokratikón)
accusative αιτιοκρατικό (aitiokratikó) αιτιοκρατική (aitiokratikí) αιτιοκρατικό (aitiokratikó) αιτιοκρατικούς (aitiokratikoús) αιτιοκρατικές (aitiokratikés) αιτιοκρατικά (aitiokratiká)
vocative αιτιοκρατικέ (aitiokratiké) αιτιοκρατική (aitiokratikí) αιτιοκρατικό (aitiokratikó) αιτιοκρατικοί (aitiokratikoí) αιτιοκρατικές (aitiokratikés) αιτιοκρατικά (aitiokratiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αιτιοκρατικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αιτιοκρατικός, etc.)