αιτιολογικός

Greek

Adjective

αιτιολογικός • (aitiologikósm (feminine αιτιολογική, neuter αιτιολογικό)

  1. aetiological (UK), etiological (US)
  2. explanatory, causative

Declension

Declension of αιτιολογικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αιτιολογικός (aitiologikós) αιτιολογική (aitiologikí) αιτιολογικό (aitiologikó) αιτιολογικοί (aitiologikoí) αιτιολογικές (aitiologikés) αιτιολογικά (aitiologiká)
genitive αιτιολογικού (aitiologikoú) αιτιολογικής (aitiologikís) αιτιολογικού (aitiologikoú) αιτιολογικών (aitiologikón) αιτιολογικών (aitiologikón) αιτιολογικών (aitiologikón)
accusative αιτιολογικό (aitiologikó) αιτιολογική (aitiologikí) αιτιολογικό (aitiologikó) αιτιολογικούς (aitiologikoús) αιτιολογικές (aitiologikés) αιτιολογικά (aitiologiká)
vocative αιτιολογικέ (aitiologiké) αιτιολογική (aitiologikí) αιτιολογικό (aitiologikó) αιτιολογικοί (aitiologikoí) αιτιολογικές (aitiologikés) αιτιολογικά (aitiologiká)

Synonyms

  • and see: αίτιος (aítios, causative, responsible)