ακίνητη περιουσία

Greek

Etymology

ἀκίνητος (akínētos, fixed) + περιουσία (periousía, wealth)

Noun

ακίνητη περιουσία • (akíniti periousíaf (plural ακίνητες περιουσίες)

  1. real estate

Declension

see: ακίνητη (akíniti) and περιουσία (periousía)