ακαλαφάτιστος
Greek
Adjective
ακαλαφάτιστος • (akalafátistos) m (feminine ακαλαφάτιστη, neuter ακαλαφάτιστο)
Declension
| singular | plural | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
| nominative | ακαλαφάτιστος (akalafátistos) | ακαλαφάτιστη (akalafátisti) | ακαλαφάτιστο (akalafátisto) | ακαλαφάτιστοι (akalafátistoi) | ακαλαφάτιστες (akalafátistes) | ακαλαφάτιστα (akalafátista) | |
| genitive | ακαλαφάτιστου (akalafátistou) | ακαλαφάτιστης (akalafátistis) | ακαλαφάτιστου (akalafátistou) | ακαλαφάτιστων (akalafátiston) | ακαλαφάτιστων (akalafátiston) | ακαλαφάτιστων (akalafátiston) | |
| accusative | ακαλαφάτιστο (akalafátisto) | ακαλαφάτιστη (akalafátisti) | ακαλαφάτιστο (akalafátisto) | ακαλαφάτιστους (akalafátistous) | ακαλαφάτιστες (akalafátistes) | ακαλαφάτιστα (akalafátista) | |
| vocative | ακαλαφάτιστε (akalafátiste) | ακαλαφάτιστη (akalafátisti) | ακαλαφάτιστο (akalafátisto) | ακαλαφάτιστοι (akalafátistoi) | ακαλαφάτιστες (akalafátistes) | ακαλαφάτιστα (akalafátista) | |