ακτινολογικός

Greek

Adjective

ακτινολογικός • (aktinologikósm (feminine ακτινολογική, neuter ακτινολογικό)

  1. (medicine) radiological

Declension

Declension of ακτινολογικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ακτινολογικός (aktinologikós) ακτινολογική (aktinologikí) ακτινολογικό (aktinologikó) ακτινολογικοί (aktinologikoí) ακτινολογικές (aktinologikés) ακτινολογικά (aktinologiká)
genitive ακτινολογικού (aktinologikoú) ακτινολογικής (aktinologikís) ακτινολογικού (aktinologikoú) ακτινολογικών (aktinologikón) ακτινολογικών (aktinologikón) ακτινολογικών (aktinologikón)
accusative ακτινολογικό (aktinologikó) ακτινολογική (aktinologikí) ακτινολογικό (aktinologikó) ακτινολογικούς (aktinologikoús) ακτινολογικές (aktinologikés) ακτινολογικά (aktinologiká)
vocative ακτινολογικέ (aktinologiké) ακτινολογική (aktinologikí) ακτινολογικό (aktinologikó) ακτινολογικοί (aktinologikoí) ακτινολογικές (aktinologikés) ακτινολογικά (aktinologiká)

Synonyms