ακτοπλοϊκός

Greek

Adjective

ακτοπλοϊκός • (aktoploïkósm (feminine ακτοπλοϊκή, neuter ακτοπλοϊκό)

  1. (shipping) coastal

Declension

Declension of ακτοπλοϊκός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ακτοπλοϊκός (aktoploïkós) ακτοπλοϊκή (aktoploïkí) ακτοπλοϊκό (aktoploïkó) ακτοπλοϊκοί (aktoploïkoí) ακτοπλοϊκές (aktoploïkés) ακτοπλοϊκά (aktoploïká)
genitive ακτοπλοϊκού (aktoploïkoú) ακτοπλοϊκής (aktoploïkís) ακτοπλοϊκού (aktoploïkoú) ακτοπλοϊκών (aktoploïkón) ακτοπλοϊκών (aktoploïkón) ακτοπλοϊκών (aktoploïkón)
accusative ακτοπλοϊκό (aktoploïkó) ακτοπλοϊκή (aktoploïkí) ακτοπλοϊκό (aktoploïkó) ακτοπλοϊκούς (aktoploïkoús) ακτοπλοϊκές (aktoploïkés) ακτοπλοϊκά (aktoploïká)
vocative ακτοπλοϊκέ (aktoploïké) ακτοπλοϊκή (aktoploïkí) ακτοπλοϊκό (aktoploïkó) ακτοπλοϊκοί (aktoploïkoí) ακτοπλοϊκές (aktoploïkés) ακτοπλοϊκά (aktoploïká)

Synonyms