ακωδικοποίητος

Greek

Adjective

ακωδικοποίητος • (akodikopoíitosm (feminine ακωδικοποίητη, neuter ακωδικοποίητο)

  1. uncodified

Declension

Declension of ακωδικοποίητος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ακωδικοποίητοςος (akodikopoíitosos) ακωδικοποίητοςη (akodikopoíitosi) ακωδικοποίητοςο (akodikopoíitoso) ακωδικοποίητοςοι (akodikopoíitosoi) ακωδικοποίητοςες (akodikopoíitoses) ακωδικοποίητοςα (akodikopoíitosa)
genitive ακωδικοποίητοςου (akodikopoíitosou) ακωδικοποίητοςης (akodikopoíitosis) ακωδικοποίητοςου (akodikopoíitosou) ακωδικοποίητοςων (akodikopoíitoson) ακωδικοποίητοςων (akodikopoíitoson) ακωδικοποίητοςων (akodikopoíitoson)
accusative ακωδικοποίητοςο (akodikopoíitoso) ακωδικοποίητοςη (akodikopoíitosi) ακωδικοποίητοςο (akodikopoíitoso) ακωδικοποίητοςους (akodikopoíitosous) ακωδικοποίητοςες (akodikopoíitoses) ακωδικοποίητοςα (akodikopoíitosa)
vocative ακωδικοποίητοςε (akodikopoíitose) ακωδικοποίητοςη (akodikopoíitosi) ακωδικοποίητοςο (akodikopoíitoso) ακωδικοποίητοςοι (akodikopoíitosoi) ακωδικοποίητοςες (akodikopoíitoses) ακωδικοποίητοςα (akodikopoíitosa)