αλεηλάτητος

Greek

Adjective

αλεηλάτητος • (aleïlátitosm (feminine αλεηλάτητη, neuter αλεηλάτητο)

  1. unlooted, unplundered

Declension

Declension of αλεηλάτητος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αλεηλάτητος (aleïlátitos) αλεηλάτητη (aleïlátiti) αλεηλάτητο (aleïlátito) αλεηλάτητοι (aleïlátitoi) αλεηλάτητες (aleïlátites) αλεηλάτητα (aleïlátita)
genitive αλεηλάτητου (aleïlátitou) αλεηλάτητης (aleïlátitis) αλεηλάτητου (aleïlátitou) αλεηλάτητων (aleïlátiton) αλεηλάτητων (aleïlátiton) αλεηλάτητων (aleïlátiton)
accusative αλεηλάτητο (aleïlátito) αλεηλάτητη (aleïlátiti) αλεηλάτητο (aleïlátito) αλεηλάτητους (aleïlátitous) αλεηλάτητες (aleïlátites) αλεηλάτητα (aleïlátita)
vocative αλεηλάτητε (aleïlátite) αλεηλάτητη (aleïlátiti) αλεηλάτητο (aleïlátito) αλεηλάτητοι (aleïlátitoi) αλεηλάτητες (aleïlátites) αλεηλάτητα (aleïlátita)

Synonyms