αλητοτουρίστρια

Greek

Noun

αλητοτουρίστρια • (alitotourístriaf (plural αλητοτουρίστριες, masculine αλητοτουρίστας)

  1. female equivalent of αλητοτουρίστας (alitotourístas)

Declension

Declension of αλητοτουρίστρια
singular plural
nominative αλητοτουρίστρια (alitotourístria) αλητοτουρίστριες (alitotourístries)
genitive αλητοτουρίστριας (alitotourístrias) αλητοτουριστριών (alitotouristrión)
accusative αλητοτουρίστρια (alitotourístria) αλητοτουρίστριες (alitotourístries)
vocative αλητοτουρίστρια (alitotourístria) αλητοτουρίστριες (alitotourístries)