αλουστράριστος

Greek

Adjective

αλουστράριστος • (aloustráristosm (feminine αλουστράριστη, neuter αλουστράριστο)

  1. unpolished

Declension

Declension of αλουστράριστος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αλουστράριστος (aloustráristos) αλουστράριστη (aloustráristi) αλουστράριστο (aloustráristo) αλουστράριστοι (aloustráristoi) αλουστράριστες (aloustráristes) αλουστράριστα (aloustrárista)
genitive αλουστράριστου (aloustráristou) αλουστράριστης (aloustráristis) αλουστράριστου (aloustráristou) αλουστράριστων (aloustráriston) αλουστράριστων (aloustráriston) αλουστράριστων (aloustráriston)
accusative αλουστράριστο (aloustráristo) αλουστράριστη (aloustráristi) αλουστράριστο (aloustráristo) αλουστράριστους (aloustráristous) αλουστράριστες (aloustráristes) αλουστράριστα (aloustrárista)
vocative αλουστράριστε (aloustráriste) αλουστράριστη (aloustráristi) αλουστράριστο (aloustráristo) αλουστράριστοι (aloustráristoi) αλουστράριστες (aloustráristes) αλουστράριστα (aloustrárista)

Antonyms

  • γυαλιστερός (gyalisterós, polished, shiny)
  • λουστραρισμένος (loustrarisménos, polished)