αλυσιδωτός

Greek

Adjective

αλυσιδωτός • (alysidotósm (feminine αλυσιδωτή, neuter αλυσιδωτό)

  1. chain
    αλυσιδωτή πανοπλίαalysidotí panoplíachain mail

Declension

Declension of αλυσιδωτός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αλυσιδωτός (alysidotós) αλυσιδωτή (alysidotí) αλυσιδωτό (alysidotó) αλυσιδωτοί (alysidotoí) αλυσιδωτές (alysidotés) αλυσιδωτά (alysidotá)
genitive αλυσιδωτού (alysidotoú) αλυσιδωτής (alysidotís) αλυσιδωτού (alysidotoú) αλυσιδωτών (alysidotón) αλυσιδωτών (alysidotón) αλυσιδωτών (alysidotón)
accusative αλυσιδωτό (alysidotó) αλυσιδωτή (alysidotí) αλυσιδωτό (alysidotó) αλυσιδωτούς (alysidotoús) αλυσιδωτές (alysidotés) αλυσιδωτά (alysidotá)
vocative αλυσιδωτέ (alysidoté) αλυσιδωτή (alysidotí) αλυσιδωτό (alysidotó) αλυσιδωτοί (alysidotoí) αλυσιδωτές (alysidotés) αλυσιδωτά (alysidotá)