αμεταμέλητος

Greek

Adjective

αμεταμέλητος • (ametamélitosm (feminine αμεταμέλητη, neuter αμεταμέλητο)

  1. unrepentant, impenitent, unrepenting
  2. ingrained, inveterate

Declension

Declension of αμεταμέλητος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αμεταμέλητος (ametamélitos) αμεταμέλητη (ametaméliti) αμεταμέλητο (ametamélito) αμεταμέλητοι (ametamélitoi) αμεταμέλητες (ametamélites) αμεταμέλητα (ametamélita)
genitive αμεταμέλητου (ametamélitou) αμεταμέλητης (ametamélitis) αμεταμέλητου (ametamélitou) αμεταμέλητων (ametaméliton) αμεταμέλητων (ametaméliton) αμεταμέλητων (ametaméliton)
accusative αμεταμέλητο (ametamélito) αμεταμέλητη (ametaméliti) αμεταμέλητο (ametamélito) αμεταμέλητους (ametamélitous) αμεταμέλητες (ametamélites) αμεταμέλητα (ametamélita)
vocative αμεταμέλητε (ametamélite) αμεταμέλητη (ametaméliti) αμεταμέλητο (ametamélito) αμεταμέλητοι (ametamélitoi) αμεταμέλητες (ametamélites) αμεταμέλητα (ametamélita)

Synonyms

Antonyms

  • μετανιωμένος (metanioménos, penitant, adjective)