αναδιοργανώνω
Greek
Etymology
ανα- (ana-, “repeat”) + διοργανώνω (diorganóno, “organise”).
Pronunciation
- IPA(key): /a.na.ði.oɾ.ɣaˈno.no/
- Hyphenation: α‧να‧δι‧ορ‧γα‧νώ‧νω
Verb
αναδιοργανώνω • (anadiorganóno) (past αναδιοργάνωσα, passive αναδιοργανώνομαι)
- to reorganise (UK), reorganize (US)
Conjugation
αναδιοργανώνω αναδιοργανώνομαι
| Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
| Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
| Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
| 1 sg | αναδιοργανώσω | αναδιοργανώνομαι | αναδιοργανωθώ | |
| 2 sg | αναδιοργανώνεις | αναδιοργανώσεις | αναδιοργανώνεσαι | αναδιοργανωθείς |
| 3 sg | αναδιοργανώνει | αναδιοργανώσει | αναδιοργανώνεται | αναδιοργανωθεί |
| 1 pl | αναδιοργανώνουμε, [‑ομε] | αναδιοργανώσουμε, [‑ομε] | αναδιοργανωνόμαστε | αναδιοργανωθούμε |
| 2 pl | αναδιοργανώνετε | αναδιοργανώσετε | αναδιοργανώνεστε, αναδιοργανωνόσαστε | αναδιοργανωθείτε |
| 3 pl | αναδιοργανώνουν(ε) | αναδιοργανώσουν(ε) | αναδιοργανώνονται | αναδιοργανωθούν(ε) |
| Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
| 1 sg | αναδιοργάνωνα | αναδιοργάνωσα | αναδιοργανωνόμουν(α) | αναδιοργανώθηκα |
| 2 sg | αναδιοργάνωνες | αναδιοργάνωσες | αναδιοργανωνόσουν(α) | αναδιοργανώθηκες |
| 3 sg | αναδιοργάνωνε | αναδιοργάνωσε | αναδιοργανωνόταν(ε) | αναδιοργανώθηκε |
| 1 pl | αναδιοργανώναμε | αναδιοργανώσαμε | αναδιοργανωνόμασταν, (‑όμαστε) | αναδιοργανωθήκαμε |
| 2 pl | αναδιοργανώνατε | αναδιοργανώσατε | αναδιοργανωνόσασταν, (‑όσαστε) | αναδιοργανωθήκατε |
| 3 pl | αναδιοργάνωναν, αναδιοργανώναν(ε) | αναδιοργάνωσαν, αναδιοργανώσαν(ε) | αναδιοργανώνονταν, (αναδιοργανωνόντουσαν) | αναδιοργανώθηκαν, αναδιοργανωθήκαν(ε) |
| Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
| 1 sg | θα ➤ | θα αναδιοργανώσω ➤ | θα αναδιοργανώνομαι ➤ | θα αναδιοργανωθώ ➤ |
| 2,3 sg, 1,2,3 pl | θα αναδιοργανώνεις, … | θα αναδιοργανώσεις, … | θα αναδιοργανώνεσαι, … | θα αναδιοργανωθείς, … |
| Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
| Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … αναδιοργανώσει έχω, έχεις, … αναδιοργανωμένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … αναδιοργανωθεί είμαι, είσαι, … αναδιοργανωμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
| Past perfect ➤ | είχα, είχες, … αναδιοργανώσει είχα, είχες, … αναδιοργανωμένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … αναδιοργανωθεί ήμουν, ήσουν, … αναδιοργανωμένος, ‑η, ‑ο | ||
| Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … αναδιοργανώσει θα έχω, θα έχεις, … αναδιοργανωμένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … αναδιοργανωθεί θα είμαι, θα είσαι, … αναδιοργανωμένος, ‑η, ‑ο | ||
| Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
| Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
| 2 sg | αναδιοργάνωνε | αναδιοργάνωσε | — | αναδιοργανώσου |
| 2 pl | αναδιοργανώνετε | αναδιοργανώστε | αναδιοργανώνεστε | αναδιοργανωθείτε |
| Other forms | Active voice | Passive voice | ||
| Present participle➤ | αναδιοργανώνοντας ➤ | — | ||
| Perfect participle➤ | έχοντας αναδιοργανώσει ➤ | αναδιοργανωμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
| Nonfinite form➤ | αναδιοργανώσει | αναδιοργανωθεί | ||
| Notes Appendix:Greek verbs |
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Related terms
- see: αναδιοργάνωση f (anadiorgánosi, “reorganisation”)