ανηθικότητα

Greek

Noun

ανηθικότητα • (anithikótitaf (plural ανηθικότητες)

  1. immorality, obscenity

Declension

Declension of ανηθικότητα
singular plural
nominative ανηθικότητα (anithikótita) ανηθικότητες (anithikótites)
genitive ανηθικότητας (anithikótitas) ανηθικοτήτων (anithikotíton)
accusative ανηθικότητα (anithikótita) ανηθικότητες (anithikótites)
vocative ανηθικότητα (anithikótita) ανηθικότητες (anithikótites)

Further reading