αντεκκλησιαστικός

Greek

Adjective

αντεκκλησιαστικός • (antekklisiastikósm (feminine αντεκκλησιαστική, neuter αντεκκλησιαστικό)

  1. alternative form of αντιεκκλησιαστικός (antiekklisiastikós)

Declension

Declension of αντεκκλησιαστικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αντεκκλησιαστικός (antekklisiastikós) αντεκκλησιαστική (antekklisiastikí) αντεκκλησιαστικό (antekklisiastikó) αντεκκλησιαστικοί (antekklisiastikoí) αντεκκλησιαστικές (antekklisiastikés) αντεκκλησιαστικά (antekklisiastiká)
genitive αντεκκλησιαστικού (antekklisiastikoú) αντεκκλησιαστικής (antekklisiastikís) αντεκκλησιαστικού (antekklisiastikoú) αντεκκλησιαστικών (antekklisiastikón) αντεκκλησιαστικών (antekklisiastikón) αντεκκλησιαστικών (antekklisiastikón)
accusative αντεκκλησιαστικό (antekklisiastikó) αντεκκλησιαστική (antekklisiastikí) αντεκκλησιαστικό (antekklisiastikó) αντεκκλησιαστικούς (antekklisiastikoús) αντεκκλησιαστικές (antekklisiastikés) αντεκκλησιαστικά (antekklisiastiká)
vocative αντεκκλησιαστικέ (antekklisiastiké) αντεκκλησιαστική (antekklisiastikí) αντεκκλησιαστικό (antekklisiastikó) αντεκκλησιαστικοί (antekklisiastikoí) αντεκκλησιαστικές (antekklisiastikés) αντεκκλησιαστικά (antekklisiastiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αντεκκλησιαστικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αντεκκλησιαστικός, etc.)