αντιαθλητικός

Greek

Adjective

αντιαθλητικός • (antiathlitikósm (feminine αντιαθλητική, neuter αντιαθλητικό)

  1. unsporting, unsportsmanlike

Declension

Declension of αντιαθλητικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αντιαθλητικός (antiathlitikós) αντιαθλητική (antiathlitikí) αντιαθλητικό (antiathlitikó) αντιαθλητικοί (antiathlitikoí) αντιαθλητικές (antiathlitikés) αντιαθλητικά (antiathlitiká)
genitive αντιαθλητικού (antiathlitikoú) αντιαθλητικής (antiathlitikís) αντιαθλητικού (antiathlitikoú) αντιαθλητικών (antiathlitikón) αντιαθλητικών (antiathlitikón) αντιαθλητικών (antiathlitikón)
accusative αντιαθλητικό (antiathlitikó) αντιαθλητική (antiathlitikí) αντιαθλητικό (antiathlitikó) αντιαθλητικούς (antiathlitikoús) αντιαθλητικές (antiathlitikés) αντιαθλητικά (antiathlitiká)
vocative αντιαθλητικέ (antiathlitiké) αντιαθλητική (antiathlitikí) αντιαθλητικό (antiathlitikó) αντιαθλητικοί (antiathlitikoí) αντιαθλητικές (antiathlitikés) αντιαθλητικά (antiathlitiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αντιαθλητικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αντιαθλητικός, etc.)