αντιαιμορραγικός

Greek

Adjective

αντιαιμορραγικός • (antiaimorragikósm (feminine αντιαιμορραγική, neuter αντιαιμορραγικό)

  1. antihaemorrhagic (UK), antihemorrhagic (US)

Declension

Declension of αντιαιμορραγικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αντιαιμορραγικός (antiaimorragikós) αντιαιμορραγική (antiaimorragikí) αντιαιμορραγικό (antiaimorragikó) αντιαιμορραγικοί (antiaimorragikoí) αντιαιμορραγικές (antiaimorragikés) αντιαιμορραγικά (antiaimorragiká)
genitive αντιαιμορραγικού (antiaimorragikoú) αντιαιμορραγικής (antiaimorragikís) αντιαιμορραγικού (antiaimorragikoú) αντιαιμορραγικών (antiaimorragikón) αντιαιμορραγικών (antiaimorragikón) αντιαιμορραγικών (antiaimorragikón)
accusative αντιαιμορραγικό (antiaimorragikó) αντιαιμορραγική (antiaimorragikí) αντιαιμορραγικό (antiaimorragikó) αντιαιμορραγικούς (antiaimorragikoús) αντιαιμορραγικές (antiaimorragikés) αντιαιμορραγικά (antiaimorragiká)
vocative αντιαιμορραγικέ (antiaimorragiké) αντιαιμορραγική (antiaimorragikí) αντιαιμορραγικό (antiaimorragikó) αντιαιμορραγικοί (antiaimorragikoí) αντιαιμορραγικές (antiaimorragikés) αντιαιμορραγικά (antiaimorragiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αντιαιμορραγικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αντιαιμορραγικός, etc.)