αντιαλγικός

Greek

Adjective

αντιαλγικός • (antialgikósm (feminine αντιαλγική, neuter αντιαλγικό)

  1. analgesic, painkilling
    Synonyms: αναλγητικός (analgitikós), παυσίπονος (pafsíponos)

Declension

Declension of αντιαλγικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αντιαλγικός (antialgikós) αντιαλγική (antialgikí) αντιαλγικό (antialgikó) αντιαλγικοί (antialgikoí) αντιαλγικές (antialgikés) αντιαλγικά (antialgiká)
genitive αντιαλγικού (antialgikoú) αντιαλγικής (antialgikís) αντιαλγικού (antialgikoú) αντιαλγικών (antialgikón) αντιαλγικών (antialgikón) αντιαλγικών (antialgikón)
accusative αντιαλγικό (antialgikó) αντιαλγική (antialgikí) αντιαλγικό (antialgikó) αντιαλγικούς (antialgikoús) αντιαλγικές (antialgikés) αντιαλγικά (antialgiká)
vocative αντιαλγικέ (antialgiké) αντιαλγική (antialgikí) αντιαλγικό (antialgikó) αντιαλγικοί (antialgikoí) αντιαλγικές (antialgikés) αντιαλγικά (antialgiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αντιαλγικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αντιαλγικός, etc.)

Further reading