αντιμεθυστικός

Greek

Adjective

αντιμεθυστικός • (antimethystikósm (feminine αντιμεθυστική, neuter αντιμεθυστικό)

  1. against drunkenness
    Antonym: μεθυστικός (methystikós)

Declension

Declension of αντιμεθυστικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αντιμεθυστικός (antimethystikós) αντιμεθυστική (antimethystikí) αντιμεθυστικό (antimethystikó) αντιμεθυστικοί (antimethystikoí) αντιμεθυστικές (antimethystikés) αντιμεθυστικά (antimethystiká)
genitive αντιμεθυστικού (antimethystikoú) αντιμεθυστικής (antimethystikís) αντιμεθυστικού (antimethystikoú) αντιμεθυστικών (antimethystikón) αντιμεθυστικών (antimethystikón) αντιμεθυστικών (antimethystikón)
accusative αντιμεθυστικό (antimethystikó) αντιμεθυστική (antimethystikí) αντιμεθυστικό (antimethystikó) αντιμεθυστικούς (antimethystikoús) αντιμεθυστικές (antimethystikés) αντιμεθυστικά (antimethystiká)
vocative αντιμεθυστικέ (antimethystiké) αντιμεθυστική (antimethystikí) αντιμεθυστικό (antimethystikó) αντιμεθυστικοί (antimethystikoí) αντιμεθυστικές (antimethystikés) αντιμεθυστικά (antimethystiká)
  • see: μεθώ (methó, to get drunk)