αντιπαραγωγικός

Greek

Adjective

αντιπαραγωγικός • (antiparagogikósm (feminine αντιπαραγωγική, neuter αντιπαραγωγικό)

  1. counterproductive
    Antonym: παραγωγικός (paragogikós)

Declension

Declension of αντιπαραγωγικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αντιπαραγωγικός (antiparagogikós) αντιπαραγωγική (antiparagogikí) αντιπαραγωγικό (antiparagogikó) αντιπαραγωγικοί (antiparagogikoí) αντιπαραγωγικές (antiparagogikés) αντιπαραγωγικά (antiparagogiká)
genitive αντιπαραγωγικού (antiparagogikoú) αντιπαραγωγικής (antiparagogikís) αντιπαραγωγικού (antiparagogikoú) αντιπαραγωγικών (antiparagogikón) αντιπαραγωγικών (antiparagogikón) αντιπαραγωγικών (antiparagogikón)
accusative αντιπαραγωγικό (antiparagogikó) αντιπαραγωγική (antiparagogikí) αντιπαραγωγικό (antiparagogikó) αντιπαραγωγικούς (antiparagogikoús) αντιπαραγωγικές (antiparagogikés) αντιπαραγωγικά (antiparagogiká)
vocative αντιπαραγωγικέ (antiparagogiké) αντιπαραγωγική (antiparagogikí) αντιπαραγωγικό (antiparagogikó) αντιπαραγωγικοί (antiparagogikoí) αντιπαραγωγικές (antiparagogikés) αντιπαραγωγικά (antiparagogiká)