αντιφατικότητα

Greek

Noun

αντιφατικότητα • (antifatikótitaf (plural αντιφατικότητες)

  1. contradictoriness

Declension

Declension of αντιφατικότητα
singular plural
nominative αντιφατικότητα (antifatikótita) αντιφατικότητες (antifatikótites)
genitive αντιφατικότητας (antifatikótitas) αντιφατικοτήτων (antifatikotíton)
accusative αντιφατικότητα (antifatikótita) αντιφατικότητες (antifatikótites)
vocative αντιφατικότητα (antifatikótita) αντιφατικότητες (antifatikótites)