αντλητικός

Greek

Adjective

αντλητικός • (antlitikósm (feminine αντλητική, neuter αντλητικό)

  1. pumping, pump
    αυτόματο αντλητικό συγκρότημαaftómato antlitikó sygkrótimaautomatic pumping unit

Declension

Declension of αντλητικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αντλητικός (antlitikós) αντλητική (antlitikí) αντλητικό (antlitikó) αντλητικοί (antlitikoí) αντλητικές (antlitikés) αντλητικά (antlitiká)
genitive αντλητικού (antlitikoú) αντλητικής (antlitikís) αντλητικού (antlitikoú) αντλητικών (antlitikón) αντλητικών (antlitikón) αντλητικών (antlitikón)
accusative αντλητικό (antlitikó) αντλητική (antlitikí) αντλητικό (antlitikó) αντλητικούς (antlitikoús) αντλητικές (antlitikés) αντλητικά (antlitiká)
vocative αντλητικέ (antlitiké) αντλητική (antlitikí) αντλητικό (antlitikó) αντλητικοί (antlitikoí) αντλητικές (antlitikés) αντλητικά (antlitiká)
  • see: αντλώ (antló, to pump; to conclude)