ανυποψίαστος

Greek

Adjective

ανυποψίαστος • (anypopsíastosm (feminine ανυποψίαστη, neuter ανυποψίαστο)

  1. unsuspecting, unaware
    Synonyms: ανυπόνιαστος (anypóniastos), ανύποπτος (anýpoptos), ακάτεχος (akátechos)

Declension

Declension of ανυποψίαστος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ανυποψίαστος (anypopsíastos) ανυποψίαστη (anypopsíasti) ανυποψίαστο (anypopsíasto) ανυποψίαστοι (anypopsíastoi) ανυποψίαστες (anypopsíastes) ανυποψίαστα (anypopsíasta)
genitive ανυποψίαστου (anypopsíastou) ανυποψίαστης (anypopsíastis) ανυποψίαστου (anypopsíastou) ανυποψίαστων (anypopsíaston) ανυποψίαστων (anypopsíaston) ανυποψίαστων (anypopsíaston)
accusative ανυποψίαστο (anypopsíasto) ανυποψίαστη (anypopsíasti) ανυποψίαστο (anypopsíasto) ανυποψίαστους (anypopsíastous) ανυποψίαστες (anypopsíastes) ανυποψίαστα (anypopsíasta)
vocative ανυποψίαστε (anypopsíaste) ανυποψίαστη (anypopsíasti) ανυποψίαστο (anypopsíasto) ανυποψίαστοι (anypopsíastoi) ανυποψίαστες (anypopsíastes) ανυποψίαστα (anypopsíasta)