αξιοκατηγόρητος

Greek

Adjective

αξιοκατηγόρητος • (axiokatigóritosm (feminine αξιοκατηγόρητη, neuter αξιοκατηγόρητο)

  1. blameworthy, reprehensible
    Synonyms: αξιοκατάκριτος (axiokatákritos), αξιόμεμπτος (axiómemptos)

Declension

Declension of αξιοκατηγόρητος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αξιοκατηγόρητος (axiokatigóritos) αξιοκατηγόρητη (axiokatigóriti) αξιοκατηγόρητο (axiokatigórito) αξιοκατηγόρητοι (axiokatigóritoi) αξιοκατηγόρητες (axiokatigórites) αξιοκατηγόρητα (axiokatigórita)
genitive αξιοκατηγόρητου (axiokatigóritou) αξιοκατηγόρητης (axiokatigóritis) αξιοκατηγόρητου (axiokatigóritou) αξιοκατηγόρητων (axiokatigóriton) αξιοκατηγόρητων (axiokatigóriton) αξιοκατηγόρητων (axiokatigóriton)
accusative αξιοκατηγόρητο (axiokatigórito) αξιοκατηγόρητη (axiokatigóriti) αξιοκατηγόρητο (axiokatigórito) αξιοκατηγόρητους (axiokatigóritous) αξιοκατηγόρητες (axiokatigórites) αξιοκατηγόρητα (axiokatigórita)
vocative αξιοκατηγόρητε (axiokatigórite) αξιοκατηγόρητη (axiokatigóriti) αξιοκατηγόρητο (axiokatigórito) αξιοκατηγόρητοι (axiokatigóritoi) αξιοκατηγόρητες (axiokatigórites) αξιοκατηγόρητα (axiokatigórita)