αοριστολογικός

Greek

Adjective

αοριστολογικός • (aoristologikósm (feminine αοριστολογική, neuter αοριστολογικό)

  1. vague, hazy
    Synonym: αόριστος (aóristos)

Declension

Declension of αοριστολογικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αοριστολογικός (aoristologikós) αοριστολογική (aoristologikí) αοριστολογικό (aoristologikó) αοριστολογικοί (aoristologikoí) αοριστολογικές (aoristologikés) αοριστολογικά (aoristologiká)
genitive αοριστολογικού (aoristologikoú) αοριστολογικής (aoristologikís) αοριστολογικού (aoristologikoú) αοριστολογικών (aoristologikón) αοριστολογικών (aoristologikón) αοριστολογικών (aoristologikón)
accusative αοριστολογικό (aoristologikó) αοριστολογική (aoristologikí) αοριστολογικό (aoristologikó) αοριστολογικούς (aoristologikoús) αοριστολογικές (aoristologikés) αοριστολογικά (aoristologiká)
vocative αοριστολογικέ (aoristologiké) αοριστολογική (aoristologikí) αοριστολογικό (aoristologikó) αοριστολογικοί (aoristologikoí) αοριστολογικές (aoristologikés) αοριστολογικά (aoristologiká)