απαρακώλυτος

Greek

Adjective

απαρακώλυτος • (aparakólytosm (feminine απαρακώλυτη, neuter απαρακώλυτο)

  1. unobstructed, free
    Synonyms: ανεμπόδιστος (anempódistos), ακώλυτος (akólytos)

Declension

Declension of απαρακώλυτος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative απαρακώλυτος (aparakólytos) απαρακώλυτη (aparakólyti) απαρακώλυτο (aparakólyto) απαρακώλυτοι (aparakólytoi) απαρακώλυτες (aparakólytes) απαρακώλυτα (aparakólyta)
genitive απαρακώλυτου (aparakólytou) απαρακώλυτης (aparakólytis) απαρακώλυτου (aparakólytou) απαρακώλυτων (aparakólyton) απαρακώλυτων (aparakólyton) απαρακώλυτων (aparakólyton)
accusative απαρακώλυτο (aparakólyto) απαρακώλυτη (aparakólyti) απαρακώλυτο (aparakólyto) απαρακώλυτους (aparakólytous) απαρακώλυτες (aparakólytes) απαρακώλυτα (aparakólyta)
vocative απαρακώλυτε (aparakólyte) απαρακώλυτη (aparakólyti) απαρακώλυτο (aparakólyto) απαρακώλυτοι (aparakólytoi) απαρακώλυτες (aparakólytes) απαρακώλυτα (aparakólyta)