απαρασημοφόρητος

Greek

Adjective

απαρασημοφόρητος • (aparasimofóritosm (feminine απαρασημοφόρητη, neuter απαρασημοφόρητο)

  1. undecorated, without medals or orders
    Synonym: παρασημοφορημένος (parasimoforiménos)
    Coordinate term: αδιακόσμητος (adiakósmitos)

Declension

Declension of απαρασημοφόρητος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative απαρασημοφόρητος (aparasimofóritos) απαρασημοφόρητη (aparasimofóriti) απαρασημοφόρητο (aparasimofórito) απαρασημοφόρητοι (aparasimofóritoi) απαρασημοφόρητες (aparasimofórites) απαρασημοφόρητα (aparasimofórita)
genitive απαρασημοφόρητου (aparasimofóritou) απαρασημοφόρητης (aparasimofóritis) απαρασημοφόρητου (aparasimofóritou) απαρασημοφόρητων (aparasimofóriton) απαρασημοφόρητων (aparasimofóriton) απαρασημοφόρητων (aparasimofóriton)
accusative απαρασημοφόρητο (aparasimofórito) απαρασημοφόρητη (aparasimofóriti) απαρασημοφόρητο (aparasimofórito) απαρασημοφόρητους (aparasimofóritous) απαρασημοφόρητες (aparasimofórites) απαρασημοφόρητα (aparasimofórita)
vocative απαρασημοφόρητε (aparasimofórite) απαρασημοφόρητη (aparasimofóriti) απαρασημοφόρητο (aparasimofórito) απαρασημοφόρητοι (aparasimofóritoi) απαρασημοφόρητες (aparasimofórites) απαρασημοφόρητα (aparasimofórita)