απιστοποίητος

Greek

Adjective

απιστοποίητος • (apistopoíitosm (feminine απιστοποίητη, neuter απιστοποίητο)

  1. unattested, uncertified
    Antonym: πιστοποιημένος (pistopoiiménos)
  2. not vouched for
    Antonym: πιστοποιημένος (pistopoiiménos)

Declension

Declension of απιστοποίητος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative απιστοποίητος (apistopoíitos) απιστοποίητη (apistopoíiti) απιστοποίητο (apistopoíito) απιστοποίητοι (apistopoíitoi) απιστοποίητες (apistopoíites) απιστοποίητα (apistopoíita)
genitive απιστοποίητου (apistopoíitou) απιστοποίητης (apistopoíitis) απιστοποίητου (apistopoíitou) απιστοποίητων (apistopoíiton) απιστοποίητων (apistopoíiton) απιστοποίητων (apistopoíiton)
accusative απιστοποίητο (apistopoíito) απιστοποίητη (apistopoíiti) απιστοποίητο (apistopoíito) απιστοποίητους (apistopoíitous) απιστοποίητες (apistopoíites) απιστοποίητα (apistopoíita)
vocative απιστοποίητε (apistopoíite) απιστοποίητη (apistopoíiti) απιστοποίητο (apistopoíito) απιστοποίητοι (apistopoíitoi) απιστοποίητες (apistopoíites) απιστοποίητα (apistopoíita)