απλειστηρίαστος
Greek
Adjective
απλειστηρίαστος • (apleistiríastos) m (feminine απλειστηρίαστη, neuter απλειστηρίαστο)
- unauctioned, not auctioned
Declension
| singular | plural | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
| nominative | απλειστηρίαστος (apleistiríastos) | απλειστηρίαστη (apleistiríasti) | απλειστηρίαστο (apleistiríasto) | απλειστηρίαστοι (apleistiríastoi) | απλειστηρίαστες (apleistiríastes) | απλειστηρίαστα (apleistiríasta) | |
| genitive | απλειστηρίαστου (apleistiríastou) | απλειστηρίαστης (apleistiríastis) | απλειστηρίαστου (apleistiríastou) | απλειστηρίαστων (apleistiríaston) | απλειστηρίαστων (apleistiríaston) | απλειστηρίαστων (apleistiríaston) | |
| accusative | απλειστηρίαστο (apleistiríasto) | απλειστηρίαστη (apleistiríasti) | απλειστηρίαστο (apleistiríasto) | απλειστηρίαστους (apleistiríastous) | απλειστηρίαστες (apleistiríastes) | απλειστηρίαστα (apleistiríasta) | |
| vocative | απλειστηρίαστε (apleistiríaste) | απλειστηρίαστη (apleistiríasti) | απλειστηρίαστο (apleistiríasto) | απλειστηρίαστοι (apleistiríastoi) | απλειστηρίαστες (apleistiríastes) | απλειστηρίαστα (apleistiríasta) | |
Related terms
- see: πλειστηριάζω (pleistiriázo, “I auction”)