απλοποιώ
Greek
Etymology
απλός (aplós) + -ποιώ (-poió)
Pronunciation
- IPA(key): /a.plo.piˈo/
- Hyphenation: α‧πλο‧ποι‧ώ
Verb
απλοποιώ • (aplopoió) (past απλοποίησα, passive απλοποιούμαι, p‑past απλοποιήθηκα, ppp απλοποιημένος)
- to simplify
- Synonym: απλουστεύω (aploustévo)
- Antonym: περιπλέκω (peripléko)
Conjugation
απλοποιώ, απλοποιούμαι
| Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
| Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
| Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
| 1 sg | απλοποιήσω | απλοποιούμαι | απλοποιηθώ | |
| 2 sg | απλοποιείς | απλοποιήσεις | απλοποιείσαι | απλοποιηθείς |
| 3 sg | απλοποιεί | απλοποιήσει | απλοποιείται | απλοποιηθεί |
| 1 pl | απλοποιούμε | απλοποιήσουμε, [-ομε] | απλοποιούμαστε, απλοποιόμαστε | απλοποιηθούμε |
| 2 pl | απλοποιείτε | απλοποιήσετε | απλοποιείστε, (απλοποιόσαστε) | απλοποιηθείτε |
| 3 pl | απλοποιούν(ε) | απλοποιήσουν(ε) | απλοποιούνται | απλοποιηθούν(ε) |
| Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
| 1 sg | απλοποιούσα | απλοποίησα | απλοποιούμουν(α), απλοποιόμουν(α) | απλοποιήθηκα |
| 2 sg | απλοποιούσες | απλοποίησες | [απλοποιούσουν(α)], απλοποιόσουν(α) | απλοποιήθηκες |
| 3 sg | απλοποιούσε | απλοποίησε | απλοποιούνταν, απλοποιόταν(ε), {απλοποιείτο} | απλοποιήθηκε |
| 1 pl | απλοποιούσαμε | απλοποιήσαμε | απλοποιούμασταν, (‑ούμαστε), απλοποιόμασταν, (‑όμαστε) | απλοποιηθήκαμε |
| 2 pl | απλοποιούσατε | απλοποιήσατε | [απλοποιούσασταν, (‑ούσαστε)], απλοποιόσασταν, (‑όσαστε) | απλοποιηθήκατε |
| 3 pl | απλοποιούσαν(ε) | απλοποίησαν, απλοποιήσαν(ε) | απλοποιούνταν, απλοποιόνταν(ε), (απλοποιόντουσαν), {απλοποιούντο} | απλοποιήθηκαν, απλοποιηθήκαν(ε) |
| Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
| 1 sg | θα ➤ | θα απλοποιήσω ➤ | θα απλοποιούμαι ➤ | θα απλοποιηθώ ➤ |
| 2,3 sg, 1,2,3 pl | θα απλοποιείς, … | θα απλοποιήσεις, … | θα απλοποιείσαι, … | θα απλοποιηθείς, … |
| Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
| Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … απλοποιήσει έχω, έχεις, … απλοποιημένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … απλοποιηθεί είμαι, είσαι, … απλοποιημένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
| Past perfect ➤ | είχα, είχες, … απλοποιήσει είχα, είχες, … απλοποιημένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … απλοποιηθεί ήμουν, ήσουν, … απλοποιημένος , ‑η, ‑ο | ||
| Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … απλοποιήσει θα έχω, θα έχεις, … απλοποιημένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … απλοποιηθεί θα είμαι, θα είσαι, … απλοποιημένος , ‑η, ‑ο | ||
| Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
| Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
| 2 sg | — | απλοποίησε | — | απλοποιήσου |
| 2 pl | απλοποιείτε | απλοποιήστε | απλοποιείστε | απλοποιηθείτε |
| Other forms | Active voice | Passive voice | ||
| Present participle➤ | απλοποιώντας ➤ | — | ||
| Perfect participle➤ | έχοντας απλοποιήσει ➤ | απλοποιημένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
| Nonfinite form➤ | απλοποιήσει | απλοποιηθεί | ||
| Notes Appendix:Greek verbs |
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Derived terms
- απλοποίηση f (aplopoíisi)
Related terms
- see: απλός (aplós, “plain, simple”, adjective)