αποβλακωτικός

Greek

Adjective

αποβλακωτικός • (apovlakotikósm (feminine αποβλακωτική, neuter αποβλακωτικό)

  1. stupefying

Declension

Declension of αποβλακωτικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αποβλακωτικός (apovlakotikós) αποβλακωτική (apovlakotikí) αποβλακωτικό (apovlakotikó) αποβλακωτικοί (apovlakotikoí) αποβλακωτικές (apovlakotikés) αποβλακωτικά (apovlakotiká)
genitive αποβλακωτικού (apovlakotikoú) αποβλακωτικής (apovlakotikís) αποβλακωτικού (apovlakotikoú) αποβλακωτικών (apovlakotikón) αποβλακωτικών (apovlakotikón) αποβλακωτικών (apovlakotikón)
accusative αποβλακωτικό (apovlakotikó) αποβλακωτική (apovlakotikí) αποβλακωτικό (apovlakotikó) αποβλακωτικούς (apovlakotikoús) αποβλακωτικές (apovlakotikés) αποβλακωτικά (apovlakotiká)
vocative αποβλακωτικέ (apovlakotiké) αποβλακωτική (apovlakotikí) αποβλακωτικό (apovlakotikó) αποβλακωτικοί (apovlakotikoí) αποβλακωτικές (apovlakotikés) αποβλακωτικά (apovlakotiká)