αποθηκεύω
Greek
Pronunciation
- IPA(key): /a.po.θiˈce.vo/
- Hyphenation: α‧πο‧θη‧κεύ‧ω
Verb
αποθηκεύω • (apothikévo) (past αποθήκευσα/αποθήκεψα, passive αποθηκεύομαι)
- to store, save
- Coordinate term: (save money) αποταμιεύω (apotamiévo)
- (by extension) to hoard, amass
- Synonym: αποθησαυρίζω (apothisavrízo)
- (computing) to save (a file)
Conjugation
αποθηκεύω αποθηκεύομαι
| Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
| Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
| Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
| 1 sg | αποθηκεύσω, αποθηκέψω1 | αποθηκεύομαι | αποθηκευτώ, αποθηκευθώ | |
| 2 sg | αποθηκεύεις | αποθηκεύσεις, αποθηκέψεις | αποθηκεύεσαι | αποθηκευτείς, αποθηκευθείς |
| 3 sg | αποθηκεύει | αποθηκεύσει, αποθηκέψει | αποθηκεύεται | αποθηκευτεί, αποθηκευθεί |
| 1 pl | αποθηκεύουμε, [‑ομε] | αποθηκεύσουμε, [‑ομε], αποθηκέψουμε, [‑ομε] | αποθηκευόμαστε | αποθηκευτούμε, αποθηκευθούμε |
| 2 pl | αποθηκεύετε | αποθηκεύσετε, αποθηκέψετε | αποθηκεύεστε, αποθηκευόσαστε | αποθηκευτείτε, αποθηκευθείτε |
| 3 pl | αποθηκεύουν(ε) | αποθηκεύσουν(ε), αποθηκέψουν(ε) | αποθηκεύονται | αποθηκευτούν(ε), αποθηκευθούν(ε) |
| Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
| 1 sg | αποθήκευα | αποθήκευσα, αποθήκεψα1 | αποθηκευόμουν(α) | αποθηκεύτηκα, αποθηκεύθηκα |
| 2 sg | αποθήκευες | αποθήκευσες, αποθήκεψες | αποθηκευόσουν(α) | αποθηκεύτηκες, αποθηκεύθηκες |
| 3 sg | αποθήκευε | αποθήκευσε, αποθήκεψε | αποθηκευόταν(ε) | αποθηκεύτηκε, αποθηκεύθηκε |
| 1 pl | αποθηκεύαμε | αποθηκεύσαμε, αποθηκέψαμε | αποθηκευόμασταν, (‑όμαστε) | αποθηκευτήκαμε, αποθηκευθήκαμε |
| 2 pl | αποθηκεύατε | αποθηκεύσατε, αποθηκέψατε | αποθηκευόσασταν, (‑όσαστε) | αποθηκευτήκατε, αποθηκευθήκατε |
| 3 pl | αποθήκευαν, αποθηκεύαν(ε) | αποθήκευσαν, αποθηκεύσαν(ε), αποθήκεψαν | αποθηκεύονταν, (αποθηκευόντουσαν) | αποθηκεύτηκαν, αποθηκευτήκαν(ε), αποθηκεύθηκαν, αποθηκευθήκαν(ε) |
| Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
| 1 sg | θα ➤ | θα αποθηκεύσω / αποθηκέψω ➤ | θα αποθηκεύομαι ➤ | θα αποθηκευτώ / αποθηκευθώ ➤ |
| 2,3 sg, 1,2,3 pl | θα αποθηκεύεις, … | θα αποθηκεύσεις / αποθηκέψεις, … | θα αποθηκεύεσαι, … | θα αποθηκευτείς / αποθηκευθείς, … |
| Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
| Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … αποθηκεύσει / αποθηκέψει έχω, έχεις, … αποθηκευμένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … αποθηκευτεί / αποθηκευθεί είμαι, είσαι, … αποθηκευμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
| Past perfect ➤ | είχα, είχες, … αποθηκεύσει / αποθηκέψει είχα, είχες, … αποθηκευμένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … αποθηκευτεί / αποθηκευθεί ήμουν, ήσουν, … αποθηκευμένος, ‑η, ‑ο | ||
| Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … αποθηκεύσει / αποθηκέψει θα έχω, θα έχεις, … αποθηκευμένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … αποθηκευτεί / αποθηκευθεί θα είμαι, θα είσαι, … αποθηκευμένος, ‑η, ‑ο | ||
| Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
| Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
| 2 sg | αποθήκευε | αποθήκευσε, αποθήκεψε / αποθήκευ' 2 | — | αποθηκεύσου, αποθηκέψου |
| 2 pl | αποθηκεύετε | απογοητεύστε, αποθηκέψτε / αποθηκεύτε3 | αποθηκεύεστε | αποθηκευτείτε, αποθηκευθείτε |
| Other forms | Active voice | Passive voice | ||
| Present participle➤ | αποθηκεύοντας ➤ | — | ||
| Perfect participle➤ | έχοντας αποθηκεύσει / αποθηκέψει ➤ | αποθηκευμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
| Nonfinite form➤ | αποθηκεύσει, αποθηκέψει | αποθηκευτεί, αποθηκευθεί | ||
| Notes Appendix:Greek verbs |
1. The active colloquial forms with < ψ > are less common. 2. Colloquial apocopic perfective imperative + accusative of article & noun or weak pronouns e.g. αποθήκευ' το ("store it!"). 3. Colloquial. • Passive forms with -ευθ- are more formal. • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Related terms
- see: απόθεση f (apóthesi, “setting down, depositing”)