αποστολικός

Greek

Adjective

αποστολικός • (apostolikósm (feminine αποστολική, neuter αποστολικό)

  1. apostolic

Declension

Declension of αποστολικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αποστολικός (apostolikós) αποστολική (apostolikí) αποστολικό (apostolikó) αποστολικοί (apostolikoí) αποστολικές (apostolikés) αποστολικά (apostoliká)
genitive αποστολικού (apostolikoú) αποστολικής (apostolikís) αποστολικού (apostolikoú) αποστολικών (apostolikón) αποστολικών (apostolikón) αποστολικών (apostolikón)
accusative αποστολικό (apostolikó) αποστολική (apostolikí) αποστολικό (apostolikó) αποστολικούς (apostolikoús) αποστολικές (apostolikés) αποστολικά (apostoliká)
vocative αποστολικέ (apostoliké) αποστολική (apostolikí) αποστολικό (apostolikó) αποστολικοί (apostolikoí) αποστολικές (apostolikés) αποστολικά (apostoliká)

Further reading