αποφατικός

Greek

Etymology

From Ancient Greek ἀποφατικός (apophatikós, negative).

Adjective

αποφατικός • (apofatikósm (feminine αποφατικη, neuter αποφατικό)

  1. negative
    Synonym: (mathematics) αρνητικός (arnitikós)
    Antonym: καταφατικός (katafatikós)

Declension

Declension of αποφατικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αποφατικός (apofatikós) αποφατική (apofatikí) αποφατικό (apofatikó) αποφατικοί (apofatikoí) αποφατικές (apofatikés) αποφατικά (apofatiká)
genitive αποφατικού (apofatikoú) αποφατικής (apofatikís) αποφατικού (apofatikoú) αποφατικών (apofatikón) αποφατικών (apofatikón) αποφατικών (apofatikón)
accusative αποφατικό (apofatikó) αποφατική (apofatikí) αποφατικό (apofatikó) αποφατικούς (apofatikoús) αποφατικές (apofatikés) αποφατικά (apofatiká)
vocative αποφατικέ (apofatiké) αποφατική (apofatikí) αποφατικό (apofatikó) αποφατικοί (apofatikoí) αποφατικές (apofatikés) αποφατικά (apofatiká)

Further reading