αποφλοιωτήριο

Greek

Noun

αποφλοιωτήριο • (apofloiotírion (plural αποφλοιωτήρια)

  1. plant/place where debarking/peeling takes place

Declension

Declension of αποφλοιωτήριο
singular plural
nominative αποφλοιωτήριο (apofloiotírio) αποφλοιωτήρια (apofloiotíria)
genitive αποφλοιωτηρίου (apofloiotiríou)
αποφλοιωτήριου (apofloiotíriou)
αποφλοιωτηρίων (apofloiotiríon)
accusative αποφλοιωτήριο (apofloiotírio) αποφλοιωτήρια (apofloiotíria)
vocative αποφλοιωτήριο (apofloiotírio) αποφλοιωτήρια (apofloiotíria)