απόρθητος

Greek

Adjective

απόρθητος • (apórthitosm (feminine απόρθητη, neuter απόρθητο)

  1. impregnable, untaken, secure, invincible
    Synonym: άπαρτος (ápartos)
    το απόρθητο κάστροto apórthito kástrothe impregnable castle

Declension

Declension of απόρθητος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative απόρθητος (apórthitos) απόρθητη (apórthiti) απόρθητο (apórthito) απόρθητοι (apórthitoi) απόρθητες (apórthites) απόρθητα (apórthita)
genitive απόρθητου (apórthitou) απόρθητης (apórthitis) απόρθητου (apórthitou) απόρθητων (apórthiton) απόρθητων (apórthiton) απόρθητων (apórthiton)
accusative απόρθητο (apórthito) απόρθητη (apórthiti) απόρθητο (apórthito) απόρθητους (apórthitous) απόρθητες (apórthites) απόρθητα (apórthita)
vocative απόρθητε (apórthite) απόρθητη (apórthiti) απόρθητο (apórthito) απόρθητοι (apórthitoi) απόρθητες (apórthites) απόρθητα (apórthita)